ποῶν

ποῶν
πόα
grass
fem gen pl
ποάζω
weed
fut part act masc voc sg
ποάζω
weed
fut part act neut nom/voc/acc sg
ποάζω
weed
fut part act masc nom sg (attic epic ionic)
ποιέω
make
pres part act masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • FOENUM — beum pabulum, Iob. c. 40. v. 1. ubi de Behemoth, sen hippopotamo, ut Bocharto visum, dicitur; Foenum quasi bos comedet, ut Hebraea Hieronym. vertit. Unde est, quod apud Sirachidem arator invigilat ἐις χορτάσματα δαμάλεων, Eccl. c. 38. v. 28. Et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PLAUSTRUM — currus quatuor rotis constans, Car. du Fresne Glossar. Sic vero ab imperitis vocari, testatur Valerius Probus; Plostra legendum putavit, licet usus Plaustra obtineat. Unde lepida illa apud Sueton. fabella, c. 22. ubi, cum Vespasianus moneretura… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TAPETES — Graec. Τάπητες, Ammonio οἱ ἐκ τοῦ ἑτέρου μέρους μαλακὸν ἔχοντες, sicut Α᾿μφιτάπητες οἱ ἔξ ἀμφοτέρων; ubi μαλακὸν pro molli villo, sive pilorum mollitie posuit: idem fuêre cum Gausapis, sicut Amphitapetes cum Amphimallis. Nempe Tapetes ex una… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αναδάσωση — Αποκατάσταση της δασικής βλάστησης που έχει περιοριστεί ή καταστραφεί από διάφορες αιτίες, όπως είναι η υπερβολική και αλόγιστη αποψίλωση, οι πυρκαγιές, οι κατολισθήσεις εδαφών, οι επιδρομές παρασίτων κλπ. Η α. αποτελεί πρόβλημα ζωτικού… …   Dictionary of Greek

  • κασσία — (Cassia). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών, που περιλαμβάνει περίπου 600 είδη δέντρων, θάμνων και ποών. Μερικά χαρακτηριστικά είδη είναι τα: κ. η αυλοειδής, κ. η στενόφυλλη, κ. η οξύφυλλη, κ. ηαντωοειδής, από τα οποία το πιο …   Dictionary of Greek

  • κολεός — I Επίπεδη βάση φύλλων, η οποία περιβάλλει τον βλαστό κατά μήκος των γονάτων και συναντάται κυρίως στα άμισχα φύλλα των μονοκοτυλήδονων φυτών, όπως είναι το σιτάρι και τα άλλα αγρωστώδη φυτά. Διακρίνοναι δύο τύποι κ.: ο ανοιχτός και ο κλειστός·… …   Dictionary of Greek

  • κορέοψις — (Coreopsis). Γένος μονοετών ή πολυετών ποών της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για πολύκλαδα φυτά, ιθαγενή της Βόρειας Αμερικής· τα άνθη είναι μονήρη ή οργανωμένα σε επάκρια κεφάλια, με οδοντωτά πέταλα και διάφορους… …   Dictionary of Greek

  • κουντού — Κοινή ονομασία δύο ειδών αρτιοδακτύλων μηρυκαστικών της οικογένειας bovidae. Το μεγάλο κ. είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία Tragelaphus strepsiceros· πρόκειται για τη μεγαλύτερη αντιλόπη. Έχει ύψος στο ακρώμιο 1 1,50 μ., μήκος περίπου… …   Dictionary of Greek

  • κόρχορος — (Corchorus). Γένος τροπικών ποών ή, σπανιότερα, μικρών θάμνων της οικογένειας των τιλιιδών. Πρόκειται για φυτό με μεγάλα, αντίθετα, οδοντωτά και έμμισχα φύλλα· τα άνθη του είναι μικρά, έμμισχα και κίτρινα, με πέντε πέταλα. Ο κ. είναι αρκετά… …   Dictionary of Greek

  • νυκταγινίδες — οι βοτ. οικογένεια δικότυλων απέταλων φυτών τών τροπικών περιοχών που περιλαμβάνει περί τα 200 είδη ποών, θάμνων και δένδρων, μερικά από τα οποία είναι διακοσμητικά, όπως η μπουκαμβίλια, το νυχτολούλουδο, η αβρονία κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”